- εξιλεώνομαι
- εξιλεώνομαι, εξιλεώθηκα, εξιλεωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εξιλεώνω — εξιλέωσα, εξιλεώθηκα, εξιλεωμένος, μτβ. 1. εξευμενίζω, καταπραΰνω κάποιον που ήταν οργισμένος. 2. το μέσ., εξιλεώνομαι πετυχαίνω συγνώμη από κάποιον που ήταν οργισμένος εναντίον μου: Με την ηρωική του πράξη εξιλεώθηκε για το κακό που έκανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)